- νοικοκυρίστικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοκοκύρη, στη νοικοκυρά ή στο νοικοκυριό2. αυτός που γίνεται με τρόπο που ταιριάζει σε νοικοκύρη ή σε νοικοκυρά, δηλαδή με τάξη, επιμέλεια, σοβαρότητα και σύνεση («νοικοκυρίστικες κουβέντες»).επίρρ...νοικοκυρίστικαμε τρόπο που αρμόζει σε νοικοκύρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκύρης + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. δασκαλ-ίστικος)].
Dictionary of Greek. 2013.